- λείχω
- λείχω (Α)γλείφω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh- «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ. ligim). Τα παρ. λιχανός*, λίχνος*, λιχμῶμαι*, που εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ-, οδηγούν στην υπόθεση ότι το ρ. θα σχημάτιζε ρηματικούς τ. από το ίδιο θ. (λιχ-). Από το σύνθ. εκ-λείχω σχηματίστηκε το γλείφω*. Τα σύνθ., τέλος, τού τ. -λοιχός εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. (πρβλ. αιματολοιχός, τραπεζολοιχός).ΠΑΡ. λειξούρα, λειχήν(ας), λιχανόςαρχ.λιχάς, λιχμάζω, λιχμαίνω, λιχμάς, λιχμώ, λίχνοςμσν.λείξουροςνεοελλ.λείξη, λειξιάρης, λειχούδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λειχήνωρ, λειχομύλη, λειχοπίναξ. (Β' συνθετικό) περιλείχωαρχ.αναλείχω, απολείχω, διαλείχω, εκλείχω, ελλείχω, επιλείχω].
Dictionary of Greek. 2013.